- θυρεόν
- θυρεόςstone put against a doormasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
QUADRATURAE Vitreae — occurruntapud Vopiscum in Firmo, c. 3. De huius diviti is multa dicuntur. Nam et vitre is quadraturis bitumine aliisque medicamentis insertis domum instruxisse perhibetur. Inter alia enim parietum ornamenta, de quibus retro diximus, solebant… … Hofmann J. Lexicon universale
SCUTARIUS — Iul. Firmico l. 4. c. 14. armiger: in Glossis Graeco Latin. Α᾿σπιδοποιὸς, i. e. scutorum artifex: in aliis: ἀξίωμα ςτρατιωτικὸν est, φέρον (subintellige θυρεὸν) Certe inter Palatinas Scholas mentio est non semel apud Scriptores, Scutariorum… … Hofmann J. Lexicon universale
SCUTUM — I. SCUTUM Graece θυρεὸς, Romanae armaturae genus, cuius latitudo curvae superficiei pedum duorum semis, longitudo pedum quatuor; maiori additi amplius quatuor digiti, duplici tabulato, glutino taurino, linteolo infuso compactum; exterior… … Hofmann J. Lexicon universale
θυρεός — Κληρονομικό διακριτικό σύμβολο, το συμβολικό νόημα του οποίου αναφέρεται στην ιστορική παράδοση του κατόχου του. Οι θ. ήταν κρατικοί ή τοπικοί, δηλαδή αντιπροσώπευαν πόλεις, νομούς, επαρχίες ή κράτη, και συχνά, κυρίως στον Μεσαίωνα,… … Dictionary of Greek
προανατείνω — ΜΑ [ἀνατείνω] τεντώνω κάτι πρωτύτερα προς τα επάνω («τῇ ἀριστερᾷ χειρὶ τὸν θυρεὸν ὑπὲρ τῆς κεφαλής προανατείνας», Ιώσ.) … Dictionary of Greek
σκουτάρι — Πεδινός οικισμός (148 κάτ., υψόμ. 60 μ.), στην επαρχία Γυθείου του νομού Λακωνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (210 κάτ., 12 τ. χλμ.), στην οποία υπάγεται και ο οικισμός Παρασυρός (62 κάτ., υψόμ. 160 μ.). * * * το / σκουτάριν, ΝΜΑ (στο Βυζ … Dictionary of Greek
συμμετατίθημι — Α 1. μεταθέτω κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο 2. παθ. συμμετατίθεμαι μεταβάλλομαι συγχρόνως με άλλον 3. φρ. «τὸν θυρεὸν συμμετατίθεμαι πρὸς τὸν τῆς πληγῆς καιρόν» μετακινώ ταυτόχρονα την ασπίδα μου ώστε να απαντήσω και να αποφύγω το χτύπημα τού… … Dictionary of Greek
ՎԱՀԱՆԱԿԻՐ — (կրի, րաց.) NBH 2 0771 Chronological Sequence: Early classical, 10c Տ. ՎԱՀԱՆԱՒՈՐ. θυρεοφόρος, αἵρων τὸν θυρεόν scutifer, scutatus. *Որդիք Յուդայ վահանակիրք եւ տիգաւորք: Գայր այլազգին, եւ այր վահանակիր առաջի նորա. ՟Ա. Մնաց. ՟Ժ՟Բ. 24: ՟Ա. Թագ. ՟Ժ՟Է … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)